σταθεύειν

σταθεύειν
σταθεύω
scorch
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σταθεύω — Α 1. θερμαίνω, ψήνω, τηγανίζω, καψαλίζω (α. «τὰς σηπίας στάθευε», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «σταθεύειν πυροῡσθαι και τὸ ὀπτῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Προβληματική είναι η σύνδεση τού ρ. με το συνώνυμο εὔω «φλογίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”